- ἀθέατα
- ἀθέᾱτα , ἀθέατοςunseenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неизреченьныи — (178) пр. 1. Невыразимый, не поддающийся описанию; большой, огромный по силе своего проявления: како не съмѧтесѧ ѫмъ ваю. видѧща ˫арость звѣринѹ. на вы текѹщѹю. и рикающѹ. оле дивьна творьцѧ. сила неиздреченьна такѹ крѣпость ˫авлѧюща. Стих… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δακτυλοσκοπία — Τεχνική με την οποία διαπιστώνεται η ταυτότητα ενός προσώπου και βασίζεται στη λήψη, στην παρατήρηση και στην ταξινόμηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του. Είναι γνωστό ότι στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, το δέρμα της εσωτερικής επιφάνειας… … Dictionary of Greek
ανισόμορφα — (anisomorpha). Έντομα ορθόπτερα, άπτερα, της οικογένειας των φασμιδών. Τα έντομα της οικογένειας αυτής ονομάζονται φάσματα. Πολλά από αυτά έχουν το χρώμα των φύλλων των δέντρων ή των κλαδιών, πάνω στα οποία ζουν, γεγονός που τα κάνει αθέατα από… … Dictionary of Greek
Λάγκερλεφ, Σέλμα Οτιλιάνα Λοβίζα — (Selma Ottiliana Lovisa Lagerlöf, Μέρμπακα 1858 – 1940). Σουηδή συγγραφέας. Η Λ. εμπνεόταν τα θέματα της πλούσιας λογοτεχνικής της παραγωγής από παλιές ιστορίες και οικογενειακές αναμνήσεις μύθων και θρύλων της Βέρμλαντ. Η αξεπέραστη αφηγηματική… … Dictionary of Greek